- ὑπεξαφύομαι
- ὑπεξ-ᾰφύομαι, [voice] Pass.,A to be drained off, of streams that lose themselves in the sand, A.R.2.983.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξαφύομαι — Α (ποιητ. τ.) (για ρυάκι τού οποίου τα νερά χάνονται μέσα στην άμμο) εξαντλούμαι, εκλείπω, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαφύω «αντλώ από δοχείο, εξαντλώ»] … Dictionary of Greek